- προοδηγός
- -οῦ ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 2 Mc 12,36one who goes before to show the way, leader; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
προοδηγός — one who goes before to show the way masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοδηγός — ὁ, ΜΑ [ὁδηγός] αυτός που προχωρεί, που βαδίζει μπροστά για να δείχνει τον δρόμο … Dictionary of Greek
προοδηγόν — προοδηγός one who goes before to show the way masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοδηγώ — έω, Α [προοδηγός] προπορεύομαι, δείχνω τον δρόμο … Dictionary of Greek